- κονικλοτροφία
- ηκλάδος της ζωοτεχνίας που ασχολείται με τη διατροφή και πολλαπλασιασμό των κουνελιών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κονικλοτροφία — η [κονικλοτρόφος] κλάδος τής ζωοτεχνίας που ασχολείται με την εκτροφή και τον πολλαπλασιασμό τών κουνελιών … Dictionary of Greek
κουνελοτροφία — η βλ. κονικλοτροφία … Dictionary of Greek